επίχνους

επίχνους
ἐπίχνους, ὁ (A)
1. φρ. «ὄμματα ἐπίχνουν ἔχοντα» — μάτια που βλέπουν θαμπά, σαν να τά εμποδίζει κάποιο χνούδι
2. χνουδωτό πολύτιμο ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί* + χνους* «χνούδι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιχνοώ — ἐπιχνοῶ, άω (Α) [επίχνους] έχω χνούδι στην επιφάνειά μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”